μαντίλωμα

μαντίλωμα
το
συν. στον πληθ. τα μαντιλώματα
έθιμο κατά το οποίο ο ιδιοκτήτης ανεγειρόμενου σπιτιού και οι συγγενείς του προσφέρουν στους μαστόρους μαντίλια και άλλα δώρα, μόλις τελειώσει το κτίσιμο τών τοίχων, αλλ. δωρίσματα, χαρίσματα κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”